- ὀρόμενος
- ὄρνυμιṛṇótiaor part mid masc nom sgὄρομαιkeep watchpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
όρομαι — ὄρομαι (Α) 1. (μόνο εν σύνθ. με την πρόθ. ἐπί, πάντοτε όμως με τμήση) επιβλέπω, επιτηρώ, φυλάσσω προσεκτικά («ἐπὶ δ ἀνὴρ ἐσθλὸς ὀρώρειν Μηριόνης», Ομ. Ιλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «ὀρόμενος ὁρμώμενος» β) «ὄρονται ἐφορμῶσιν, ἐπακολουθοῡσιν».… … Dictionary of Greek